- αλκοολόμετρο(ν)
- το спиртомер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλκοολόμετρο — ή οινοπνευματόμετρο Χημ. αραιόμετρο* το οποίο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τής περιεκτικότητας τών αλκοολούχων υγρών σε αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alcoholmeter, νόθο σύνθετο < alcohol (πρβλ. αλκοόλη) … Dictionary of Greek
αλκοολόμετρο — το το οινοπνευματόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οινοπνευματόμετρο — το αραιόμετρο με το οποίο προσδιορίζεται ο οινοπνευματικός βαθμός αλκοολούχων υγρών, αλλ. αλκοολόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οινοπνευματόμετρον, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek